Print this page

Γιατί δεν θυμόμαστε τίποτα από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας;

Τα βρέφη, αν και διαμορφώνουν αναμνήσεις, δεν μπορούν να τις ανακαλέσουν.

Για τους περισσότερους από εμάς, οι πρώτες αναμνήσεις που έχουμε από την παιδική ηλικία μας είναι από το νηπιαγωγείο ή και λίγο νωρίτερα -αν και ακόμα και αυτές οι μνήμες είναι κάπως θολές. Σε κάθε περίπτωση, μας είναι αδύνατο να ανακαλέσουμε στη μνήμη οτιδήποτε αφορά την ηλικία των 2 ετών και κάτω.

Τι είναι αυτό που προκαλεί τη λεγόμενη “βρεφική αμνησία”;

Σύμφωνα με τους ειδικούς. Οι αναμνήσεις τείνουν να ξεκινούν από την ηλικία των 2 ή 3 ετών το νωρίτερο και συνήθως συνδέονται με κάποιο σημαντικό γεγονός, όπως για παράδειγμα ο ερχομός ενός αδερφού ή μιας αδερφής στη ζωή μας. Όμως κανείς δεν μπορεί πραγματικά να θυμηθεί τίποτα που συνέβη πριν φτάσει σε αυτήν την ηλικία - ένα φαινόμενο που οι ψυχολόγοι αποκαλούν “βρεφική αμνησία”. Γιατί όμως δεν μπορούμε να θυμηθούμε τίποτα πριν από την ηλικία των 2 ή 3 ετών;

Αν και δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση στην ερώτηση αυτή, πολλές θεωρίες έχουν επιχειρήσει να εξηγήσουν το φαινόμενο. Μια παλαιότερη θεωρία που πλέον έχει καταρριφθεί εκτιμούσε ότι τα μωρά δεν μπορούν να σχηματίσουν αναμνήσεις. Σήμερα όμως ξέρουμε ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Τα μωρά φυσικά και μπορούν να θυμούνται διάφορα πράγματα, όπως το πρόσωπο της μητέρας τους, ακόμα και λίγες ώρες από τη γέννηση. Όπως έχουν παρατηρήσει οι γονείς, μέχρι την ηλικία των 2 ή 3 μηνών, τα μωρά χαμογελούν στα οικεία πρόσωπα, δείχνοντας ότι αναγνωρίζουν και θυμούνται τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή τους.

Για να μελετήσει τι μπορούν να θυμούνται τα βρέφη, η ερευνήτρια Carolyn Rovee-Collie από το Πανεπιστήμιο Rutgers, σχεδίασε μια διασκεδαστική και έξυπνη έρευνα κατάλληλη για βρέφη μικρότερα των 6 μηνών. Συγκεκριμένα, τοποθέτησε τα βρέφη ανάσκελα σε μια κούνια πάνω από την οποία κρεμόταν ένα διακοσμητικό από αυτά που γυρίζουν γύρω γύρω. Από αυτό κρέμονταν διάφορα παιχνιδάκια, σχεδιασμένα να τραβούν την προσοχή των βρεφών . Καθώς τα μωράκια ήταν ξαπλωμένα εκεί, η ερευνήτρια μετρούσε τις φορές που το καθένα κλώτσησε αυθόρμητα τα ποδαράκια του. Στη συνέχεια, έδεσε ένα κορδόνι που ένωνε το ποδαράκι του μωρού με την άκρη του διακοσμητικού, έτσι ώστε κάθε φορά που το βρέφος κλωτσούσε, το κινούμενο παιχνίδι να αναπηδά πάνω κάτω. Γρήγορα διαπίστωσε ότι ακόμη και πολύ μικρά μωρά συνειδητοποίησαν ότι ήταν τα ίδια που έκαναν το παιχνίδι να κουνιέται κάθε φορά που κλωτσούσαν. Έτσι, σύντομα άρχισαν να κλωτσούν τα πόδια τους όλο και περισσότερο απ' ό,τι πριν — δείχνοντας ότι έμαθαν τη σχέση ανάμεσα στο λάκτισμα και την κίνηση του παιχνιδιού.

Αλλά η Rovee-Collier δεν ενδιαφερόταν τόσο για το αν τα βρέφη έμαθαν ότι μπορούσαν να προκαλέσουν αυτή την κίνηση—ήθελε να μάθει αν θα θυμούνταν ότι μπορούσαν να το κάνουν αυτό μετά μια ή δύο μέρες. Διαπίστωσε, λοιπόν, ότι τα βρέφη από την ηλικία των 2 μηνών θυμούνταν τι είχε γίνει και άρχισαν να κλωτσάνε μόλις είδαν ξανά το συγκεκριμένο παιχνίδι, ακόμη και μετά από μια ή δύο μέρες. Τα μικρότερα βρέφη μπορούν να θυμούνται μόνο για λίγες μέρες, αλλά καθώς μεγαλώνουν διατηρούν τις αναμνήσεις για όλο και μεγαλύτερες χρονικές περιόδους. Αυτό υποδηλώνει ότι, από πολύ νωρίς, τα βρέφη μπορούν να σχηματίσουν αναμνήσεις. Οπότε, δεν είναι η αδυναμία δημιουργίας αναμνήσεων αυτό που μας εμποδίζει να θυμόμαστε πράγματα από τη βρεφική ηλικία μας.

Ο ρόλος της “αυτοβιογραφικής μνήμης”

Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ο τύπος της μνήμης που ελέγχεται στη συγκεκριμένη μελέτη της Rover-Collier είναι διαφορετικός από τα είδη των αναμνήσεων που έχουμε όταν προσπαθούμε να θυμηθούμε το παρελθόν μας. Το να θυμάται κάποιος ότι όταν κλωτσάει το πόδι του προκαλείται μια αντίδραση ονομάζεται “διαδικαστική μνήμη”. Όταν όμως θυμόμαστε γεγονότα από τρη ζωή μας, όπως τη μέρα που οι γονείς μας έφεραν στο σπίτι το μικρότερο αδερφάκι μας, τότε αναπολούμ μια “αυτοβιογραφική ανάμνηση”. Οι αυτοβιογραφικές αναμνήσεις διαφέρουν από τις διαδικαστικές και από τις σημασιολογικές, οι οποίες αποτελούνται από λέξεις, αριθμούς ή γνώσεις (π.χ. ποια είναι η πρωτεύουσα της Ιαπωνίας). Η αυτοβιογραφική μνήμη συνδέεται συχνά με την αίσθηση του χρόνου που περνά, κάτι που δεν μπορούν να σκεφτούν τα βρέφη παρά πολύ αργότερα στη ζωή τους, ενώ απαιτούν επίσης μια αίσθηση του εαυτού. Αυτό είναι κάτι που δεν αρχίζει να αναπτύσσεται προν την ηλικία των 18 μηνών περίπου. Στην πραγματικότητα, πριν την ηλικία των 12 έως 18 μήνες, τα βρέφη δεν μπορούν καν να αποθηκεύσουν πληροφορίες που αφορούν τη γλώσσα (μπορείτε να φανταστείτε ότι προσπαθείτε να θυμηθείτε μια ιστορία για τον εαυτό σας χωρίς τη δυνατότητα χρήσης γλώσσας;) Τέλος, το τμήμα του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο για την αποθήκευση αναμνήσεων - αυτό που ονομάζεται “ιππόκαμπος” - δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως στη βρεφική περίοδο. Οποιοσδήποτε από αυτούς τους παράγοντες ή ο συνδυασμούς τους θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί έχουμε πρόβλημα να δημιουργήσουμε ή να ανακαλέσουμε αυτοβιογραφικές αναμνήσεις πριν από την ηλικία των 2 ή 3 ετών. Οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν ακόμα με βεβαιότητα ποιος από αυτούς τους παράγοντες είναι υπεύθυνος για τη βρεφική αμνησία.

Αυτό που ξέρουμε είναι ότι οποιεσδήποτε αναμνήσεις ισχυριζόμαστε ότι ανακαλούμε πριν από την ηλικία των 2 ή 3 ετών μπορεί να έχουν δημιουργηθεί από την αφήγηση κάποιου άλλου. Είναι ακόμη πιθανό κάποια μέρη των πρώτων μας αναμνήσεων να είναι αληθινά ενώ άλλα να είναι κατασκευασμένα από τις ιστορίες των γονιών μας - είναι αδύνατο να πει κανείς με σιγουριά. Σε μια παλαιότερη έρευνα σε αυτόν τον τομέα, ο Stephen Ceci και οι συνεργάτες του εξέτασαν πόσο αξιόπιστες είναι οι αναμνήσεις των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Οι ερευνητές μίλησαν σε παιδιά προσχολικής ηλικίας για έναν αδέξιο τύπο ονόματι Σαμ Στόουν που είχε πολλές αστείες ιστορίες. Αμέσως μετά, ένας άνδρας ονόματι Σαμ Στόουν επισκέφτηκε την τάξη τους και κάθισε ήσυχα σε μια γωνία. Αργότερα, τα παιδιά ρωτήθηκαν για την επίσκεψη του Sam Stone στην τάξη και για το τι έκανε. Ανακάλυψαν ότι τα παιδιά είχαν να διηγηθούν πολλές ιστορίες για τα αστεία πράγματα που έκανε ο Σαμ όταν επισκέφτηκε την τάξη –ενώ τίποτα από όλα αυτά δεν είχε συμβεί. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι αναμνήσεις των παιδιών, ειδικά κατά την προσχολική ηλικία, είναι αρκετά εύπλαστες και επιρρεπείς σε υποδείξεις. .

Έτσι, παρόλο που δεν μπορούμε να θυμηθούμε πολλά από τη βρεφική μας ηλικία, τα μωρά μπορούν να δημιουργήσουν αναμνήσεις, απλώς όχι απαραίτητα αυτές που συνήθως μας αρέσει να λέμε και να ξαναλέμε στις οικογενειακές συγκεντρώσεις. Ακόμη και όσο μεγαλώνουμε, οι αναμνήσεις μας δεν καταγράφονται στον εγκέφαλό μας σαν βίντεο κλιπ, αλλά. μπορεί να ξεθωριάσουν και είναι επιρρεπείς σε αλλαγές, ειδικά όταν μοιραζόμαστε αυτές τις αναμνήσεις με άλλους που μπορεί να τις ξαναδιηγηθούν από διαφορετική οπτική γωνία. Αυτό σημαίνει ότι αν θέλουμε να θυμόμαστε περισσότερα από τις πρώτες μέρες μας, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μιλήσουμε με άλλα άτομα που ήταν κοντά μας τότε.