Print this page

«Δεν θέλω να πάω στο σχολείο»| Πώς να αντιμετωπίσετε τη σχολική άρνηση!

Πρόκειται για ένα πολύ συχνό φαινόμενο που αφορά όλες τις ηλικίες και μπορεί, υπό συνθήκες, να γίνει αρκετά σοβαρό ή ανησυχητικό!

Οι περισσότεροι γονείς έχουν έρθει αντιμέτωποι τουλάχιστον μία φορά με την άρνηση του παιδιού τους να πάει στο σχολείο. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να είναι απολύτως φυσιολογική, κυρίως όταν αφορά τις πολύ μικρές ηλικίες, ή και ανησυχητική.

Η σχολική άρνηση επηρεάζει με σχεδόν την ίδια συχνότητα αγόρια και κορίτσια και διακρίνεται σε οξεία (1 μήνα – 1 έτος) και χρόνια (>1 έτος). Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε σχολική βαθμίδα, από τον παιδικό σταθμό έως και το λύκειο. Όταν συμβαίνει σε πολύ μικρά παιδάκια που βρίσκονται στη φάση της προσαρμογής, είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο που δεν εμπνέει ανησυχία. Από τη στιγμή, όμως, που ένα παιδί ξαφνικά μέσα στη σχολική χρονιά δε θέλει να πάει στο σχολείο είναι δεδομένο ότι κάποιο πρόβλημα υπάρχει. Γι’ αυτό και απαιτεί επείγουσα διερεύνηση.

Το παιδί μπορεί να παρουσιάζει αυτήν την συμπεριφορά για δύο βασικούς λόγους: είτε δέχεται bullying, (εκφοβισμό, μη αποδοχή κλπ.) ή αντιμετωπίζει δυσκολία στο να συναναστραφεί κοινωνικά με τα υπόλοιπα παιδιά ή ακόμα και σε έναν συνδυασμό αυτών. Μπορεί επίσης να αντιμετωπίζει μαθησιακές δυσκολίες, αγχώδη διαταραχή με σωματοποίηση, Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, καταθλιπτική διαταραχή, υπεραπασχόληση με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή εξάρτηση από ουσίες στις μεγαλύτερες ηλικίες.

«Πολλές φορές τα παιδιά που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κοινωνικότητας πέφτουν θύματα bullying. Επίσης, θύματα bullying γίνονται συχνά τα παιδιά που έχουν κάποια διαφορετικότητα. Εάν παράλληλα αντιμετωπίζουν δυσκολία και τα ίδια στο να σταθούν κοινωνικά, τα πράγματα είναι τραγικά γι’ αυτά, οπότε η σχολική άρνηση είναι πάρα πολύ έντονη», αναφέρει η παιδοψυχίατρος κα Φρίντα Κωνσταντοπούλου.

Εντούτοις, υπάρχουν και παιδιά, τα οποία χωρίς να έχουν δικά τους παθολογικά προβλήματα, δε θέλουν να πάνε στο σχολείο λόγω οικογενειακών ψυχοπιεστικών γεγονότων (π.χ. πένθος, διαζύγιο, οικονομικά προβλήματα). Τα παιδιά αυτά θεωρούν την οικογένεια αδύναμη να τα αντιμετωπίσει και αναλαμβάνουν έναν παράδοξο, προστατευτικό ρόλο που τα κρατά στο περιβάλλον του σπιτιού.

«Σε μια περίπτωση διαζυγίου, όπου η μαμά έχει μείνει μόνη της, ένα παιδί μπορεί να θέλει να μένει στο σπίτι, γιατί την αισθάνεται αδύναμη. Το ίδιο συμβαίνει και όταν υπάρχει μια ασθένεια μέσα στο σπίτι. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι γονείς πρέπει να καταστήσουν σαφές στα παιδιά ότι είναι δυνατοί και μπορούν να διαχειριστούν την κατάσταση», εξηγεί η κα Κωνσταντοπούλου.

Πότε είναι πιο πιθανό ένα παιδί να εκδηλώσει σχολική άρνηση;

 

Παρότι μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία, η σχολική άρνηση είναι εντονότερη στην ηλικιακή ομάδα των 10-13 ετών. «Σε αυτή τη φάση, τα παιδιά συνειδητοποιούν τις δυσκολίες, ενώ επίσης πρόκειται για μια ηλικία που έχουν πολύ ανάγκη τους συνομηλίκους τους. Έτσι, εάν ένα παιδί δεν μπορεί να τους έχει στη ζωή του, είτε λόγω δικών του δυσκολιών είτε επειδή οι άλλοι δεν το αποδέχονται, αποφασίζει να κλειστεί μέσα στο σπίτι», εξηγεί η ειδικός.

Όπως η ίδια υπογραμμίζει, οι γονείς θα πρέπει να παρακολουθούν τα παιδιά τους καθώς εμφανίζουν καιρό πριν τη σχολική άρνηση προσυμπτώματα, όπως οι δικαιολογίες για να μην πάνε σχολείο (π.χ. πονάει η κοιλιά τους), εριστικές συμπεριφορές κ.ά.

Πώς αντιμετωπίζεται

Είναι σημαντικό να υπάρχει επικοινωνία μεταξύ των γονέων και των παιδιών. Εάν υπάρχει αυτή η επικοινωνία και το παιδί εξομολογηθεί το πρόβλημά του στους γονείς του και εφόσον πρόκειται για κάτι που αυτοί μπορούν να αντιμετωπίσουν (π.χ. bullying), το πρόβλημα τελειώνει εκεί. Όταν, όμως, το παιδί δεν εκφράζεται, θα πρέπει να απευθυνθούν σε έναν ειδικό προκειμένου να βρεθεί λύση.

«Συχνά, οι γονείς, θυμώνουν με τη συμπεριφορά του παιδιού τους και το μαλώνουν. Αυτό μόνο αρνητικά μπορεί να λειτουργήσει, αφού επιβαρύνει το ήδη υπάρχον πρόβλημα του παιδιού και το οδηγεί στο να πάψει να το επικοινωνεί. Οι γονείς θα πρέπει να στέκονται στο πλευρό του παιδιού τους, χωρίς να το κρίνουν και χωρίς να επιρρίπτουν ευθύνες στον εαυτό τους γι’ αυτό που συμβαίνει.

«Η αντιμετώπιση είναι ανάλογη με την αιτία. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του bullying, εάν δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εντός του σχολικού χώρου, το παιδί μπορεί ακόμα και να αλλάξει σχολείο. Στην περίπτωση των άλλων δυσκολιών οι γονείς θα πρέπει να απευθυνθούν σε ειδικό παιδοψυχίατρο, ο οποίος θα τους κατευθύνει ανάλογα. Υπάρχουν, βέβαια και κάποιες περιπτώσεις που ενδέχεται να χρειαστεί και φαρμακευτική αγωγή, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση μιας καταθλιπτικής ή ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής», καταλήγει η κα Κωνσταντοπούλου.